ἐξουσιαστῇ

ἐξουσιαστῇ
ἐξουσιαστής
mighty one
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παντοκράτωρ — I Πύλη και προμαχώνας στα νοτιοδυτικά τείχη του Ηρακλείου (Χανιόπορτα), που σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Στην εσωτερική πρόσοψή της, πάνω ψηλά, είναι χαραγμένη η προτομή του Παντοκράτορα και γύρω η λατινική λέξη OMNIPOTENS (= Παντοκράτωρ). Στην… …   Dictionary of Greek

  • νοξάλιος — νοξάλιος, ία, ον (Μ) φρ. «ἐγκαλεσία νοξαλία» αγωγή κατά τού εξουσιαστή ή τού κυρίου για αδίκημα που διέπραξε ο υπεξούσιος ή ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. noxalis, λ. νομική < λατ. noxa «βλάβη» < λατ. noceo «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • παντοκράτορας — I Όνομα δύο ακρωτηρίων του ελληνικού χώρου. 1. Ακρωτήριο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, δέκα μίλια ΒΔ από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. 2. Ακρωτήριο στο Ιόνιο πέλαγος, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Νικόπολης, στα αριστερά εκείνου… …   Dictionary of Greek

  • Αβασγοί — Ένας από τους αρχαιότερους λαούς της καυκασιανής φυλής. Κατοικούν κατά μήκος της ανατολικής παραλίας του Εύξεινου Πόντου, στις δυτικές υπώρειες του Καυκάσου. Η γλώσσα τους είναι το πιο δύσκολο καυκασιανό ιδίωμα. ΟιΑ. ήλθαν πολύ νωρίς σε… …   Dictionary of Greek

  • Βενέζης, Ηλίας — (Κυδωνίες/Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας του και μια αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων·… …   Dictionary of Greek

  • εξουσιαστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία ή τον εξουσιαστή, δεσποτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”